- οκτωκαιδεκάδραχμος
- ὀκτωκαιδεκάδραχμος, -ον (Α)αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά-δραχμος].
Dictionary of Greek. 2013.